οξαλουρικός

οξαλουρικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οξαλουρία
2. αυτός που πάσχει από οξαλουρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξαλουρία. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξ. Λάνδερερ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”